μετακοσμώ

μετακοσμώ
μετακοσμῶ, -έω (Α)
μεταβάλλω μια διακόσμηση ή τάξη ή κατάσταση, μεταρρυθμίζω (α. «οὕτως μετακοσμεῑται πρὸς τὸ φῶς ἡ πτέρωσις», Λουκιαν.
β. μτφ. «μετακοσμεῑν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κοσμῶ «στολίζω» (< κόσμος «τάξη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετακόσμησις — μετακόσμησις, ἡ (Α) [μετακοσμώ] 1. μεταβολή, αλλαγή κατάστασης, νέα κατάταξη, νέα διάταξη, μεταρρύθμιση 2. μετατροπή, μεταμόρφωση, αλλαγή χαρακτήρα («γενόμενος κατ εὐχῆν ἀνὴρ ἐκ γυναικὸς ἀγνοῆσαι τὴν μετακόσμησιν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • συμμετακοσμώ — έω, Α 1. (σχετικά με χειρόγραφο) αναθεωρώ ή επιδιορθώνω μαζί ή συγχρόνως 2. παθ. συμμετακοσμοῡμαι, έομαι αλλάζω τις συνήθειές μου, προσαρμόζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετακοσμῶ «μεταβάλλω, μεταρρυθμίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”