- μετακοσμώ
- μετακοσμῶ, -έω (Α)μεταβάλλω μια διακόσμηση ή τάξη ή κατάσταση, μεταρρυθμίζω (α. «οὕτως μετακοσμεῑται πρὸς τὸ φῶς ἡ πτέρωσις», Λουκιαν.β. μτφ. «μετακοσμεῑν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κοσμῶ «στολίζω» (< κόσμος «τάξη»)].
Dictionary of Greek. 2013.